- μακρομικρόμετρο
- τοαστρον. αστρονομικό όργανο εφοδιασμένο με μικρομετρικό κοχλία και μικροσκόπιο, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αποστάσεων και άλλων λεπτομερειών πάνω σε φωτογραφικές πλάκες στις οποίες έχουν αποτυπωθεί με τη βοήθεια τηλεσκοπίου στιγμιότυπα και φάσεις ουράνιων σωμάτων ή περιοχών τού ουρανού.
Dictionary of Greek. 2013.